- καινόκουφον
- καινόκουφον, τὸ (Α)πάπ. καινούργιο βαρέλι, νέο βυτίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + κοῡφος. Ήδη διακρίνεται η μεταβολή τής σημασίας τού β' συνθετικού (από «ελαφρύς» σε «κοίλος»), από το οποίο προήλθε το νεοελλ. επίθ. κούφιος].
Dictionary of Greek. 2013.